επικονίω

επικονίω
ἐπικονίω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπικεκόνιμαι
ἐξέφθαρμαι, ἀπόλωλα»
(διαφ. γραφή ἐπικεκόνημαι, οπότε το ρ. θα ήταν επικονέω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επικονιώ — ἐπικονιῶ, άω (Α) επιγρ. επιστρώνω κονίαμα πάνω σε κάτι, επιχρίω με ασβέστη, ασπρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”